- ενάπτω
- (AM ἐνάπτω)δένω, προσδένω, στερεώνω σε κάτι («εἰς δὲ τὸν περίδρομον ἐναπτέτω λίθον μακρὸν καὶ μέγαν», Ξεν.)νεοελλ.ναυτ. αγκιστρώνω έναν τρόχιλο με γάντζο σε σχοινί ή κρίκο, κν. αγκυρίζω, γαντζώνω, κοτσάρωαρχ.μέσ. περιβάλλομαι, καλύπτομαι με κάτι («ὥσπερ ὁ πατήρ σου, διφθέραν ἐνημμένος», Αριστοφ.)3. αγγίζω4. ανάβω, βάζω φωτιά, πυρπολώ5. μέσ. παίρνω φλόγα από κάποιον για τον εαυτό μου, παίρνω φωτιά, ανάβω.
Dictionary of Greek. 2013.